ορυζάμυλο(ν)

ορυζάμυλο(ν)
το рисовый крахмал

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ορυζάμυλο(ν)" в других словарях:

  • ορυζάμυλο — το άμυλο που λαμβάνεται με κατεργασία τού ρυζιού και το οποίο χρησιμοποιείται ως βάση για την παρασκευή τής πούδρας κ.ά. καλλυντικών καθώς και για το κολλάρισμα υφασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < όρυζα + άμυλο] …   Dictionary of Greek

  • ορυζόσκονη — και ρυζόσκονη, η σκόνη από ρύζι, ορυζάμυλο, που χρησιμοποιείται ως βασική ύλη παρασκευής καλλωπιστικών προϊόντων για την επίπαση τού προσώπου, πούδρα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»